-
1 коэффициент
ο συντελεστής- деления (делителя частоты, перерасчётной схемы и т.п.) - της διαίρεσης, - диэлектрических потерь - των διηλεκτρικών απωλειών- передачи (авт.элн.) - (απόδοσης) τηςμετάδοσης- полезного действия (кпд) - απόδοσης, η πραγματική (ή ωφέλιμη) ισχύς- полноты водоизмещения мор. - τηςγάστρας (η σχέση όγκου-υφάλων με μήκος- полноты мидель-шпангоута мор. - της γάστρας (ησχέση επιφάνειας της μέσης τομής με πλάτοςκαι πλευρικό ύψος)- продольной полноты мор. - της γάστρας (η σχέση των υφάλωνμε την επιφάνεια της μέσης τομής και τουμήκους)пропульсивный мор. - της πρόωσηςторможения - πέδησης/φρεναρίσματοςудельный - (в колориметрии) ειδικός -,ποσοστιαίος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коэффициент
-
2 блок
I.1.(механизм в форме колеса с жёлобом по окружности) о τρόχιλος, ο μακα-ράς, η τροχαλία* вертлюжный - στρεπτός -верхний - талей оттяжки мор. άνω - αντη-ρίδων2. (узел машины) το συγκρότημα ή μέρος της μηχανήςрезервный - см. запасной -3. стр. о ογκόλιθοςдоковый мор. - βάθρωνскуловой мор. - στα κυρτά μέρη της γάστραςII.(объединение партий, государств и т.д.) о συνασπισμός, η ένωση, το μπλοκ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > блок
-
3 развал
η διάλυση, η αποσύνθεση, η εξάρθρωση- борта мор. η καμπυλότητα της γάστρας από τον υδροσυλλέκτη μέχρι την τρόπιδα, το λάντσο της πλευράς- колёс η πλάγια απόκλιση εμπρόσθιου τροχού, το κάμπερРусско-греческий словарь научных и технических терминов > развал
-
4 кница
ο αγκώνας, το μπρακέτο (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кница
-
5 кренгование
мор. η επισκευή (και τα έξοδα) της γάστρας του πλεούμενουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кренгование
-
6 обрастание
(днища судна) η ρύπανση (της γάστρας του σκάφους).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обрастание
См. также в других словарях:
τροπισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο τα φυτά και τα όργανά τους, με την κατευθυντήρια επίδραση εξωτερικών ερεθισμών, κυρτώνονται, ώστε το φυτικό σώμα να προσανατολίζεται σύμφωνα με την κατεύθυνση προς την οποία εκδηλώνεται το ερέθισμα (θετικός τ.) ή αντίθετα… … Dictionary of Greek
Κασομούλης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από τη Σιάτιστα. 1. Γεώργιος. Γιος του Κωνσταντίνου (βλ. 4.). Πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις στο πλευρό του πατέρα του. Επί Όθωνα έγινε αξιωματικός στη βασιλική υπηρεσία. Δολοφονήθηκε το 1838. 2.… … Dictionary of Greek
επίκαυση — η (Α ἐπίκαυσις) [επικαίω] το επιφανειακό κάψιμο, η επιπόλαιη καύση τής επιφάνειας ενός πράγματος, καψάλισμα, τσουρούφλισμα νεοελλ. 1. ναυτ. το επιπόλαιο κάψιμο τής γάστρας τού πλοίου, δηλ. τών ξύλινων μερών που βρίσκονται κάτω από την ίσαλη… … Dictionary of Greek
παρίσαλος — η (ενν. καμπύλη ή γραμμή) ναυτ. καθεμιά από τις παράλληλες προς την επιφάνεια τής θάλασσας νοητές γραμμές τής γάστρας τού πλοίου που δημιουργούν παράλληλα προς την ίσαλο γραμμή επίπεδα σε διάφορα ύψη από την τρόπιδα, ανάλογα με την προσθήκη ή… … Dictionary of Greek
παρατροπίδιο — το ναυτ. προεξοχή με μορφή πτερυγίου, η οποία σχηματίζεται στην καμπύλη τής στροφής τής γάστρας τού πλοίου προς τα άνω και τοποθετείται παράλληλα προς την τρόπιδα για να ελαττώνει τον διατοιχισμό κατά τις τρικυμίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * +… … Dictionary of Greek
πιτροπίδια — τα, Ν ναυτ. τα επιτροπίδια, τα τεμάχια ξύλου με τα οποία στηρίζεται πρόσκαιρα η γάστρα τών πλοίων που είναι έτοιμα για καθέλκυση, ή τα μακρά ημιστρόγγυλα τεμάχια ξύλου τα οποία τοποθετούνται κάθετα και στις δύο πλευρές τής γάστρας τών λέμβων με… … Dictionary of Greek
στελ(λ)άδο — το, Ν 1. ναυτ. ταχύπλοο εμπορικό ή πολεμικό πλοίο, τού οποίου η αναλογία τού μήκους ως προς το πλάτος είναι μεγάλη 2. στον πληθ. τα στε(λ)άδα οι στενώσεις τής γάστρας τού πλοίου από τις δύο μεριές τής στείρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. ιταλ … Dictionary of Greek
ρύπανση — η / ῥύπανσις, άνσεως, ΝΜ [ῥυπαίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ρυπαίνω, το να γίνεται ένα καθαρό πράγμα ρυπαρό, βρόμικο, το λέρωμα νεοελλ. φρ. α) «ρύπανση τού περιβάλλοντος» οικολ. εισαγωγή ή διασπορά στο περιβάλλον κάθε ουσίας ή ενέργειας,… … Dictionary of Greek