Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

της γάστρας

См. также в других словарях:

  • τροπισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο τα φυτά και τα όργανά τους, με την κατευθυντήρια επίδραση εξωτερικών ερεθισμών, κυρτώνονται, ώστε το φυτικό σώμα να προσανατολίζεται σύμφωνα με την κατεύθυνση προς την οποία εκδηλώνεται το ερέθισμα (θετικός τ.) ή αντίθετα… …   Dictionary of Greek

  • Κασομούλης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από τη Σιάτιστα. 1. Γεώργιος. Γιος του Κωνσταντίνου (βλ. 4.). Πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις στο πλευρό του πατέρα του. Επί Όθωνα έγινε αξιωματικός στη βασιλική υπηρεσία. Δολοφονήθηκε το 1838. 2.… …   Dictionary of Greek

  • επίκαυση — η (Α ἐπίκαυσις) [επικαίω] το επιφανειακό κάψιμο, η επιπόλαιη καύση τής επιφάνειας ενός πράγματος, καψάλισμα, τσουρούφλισμα νεοελλ. 1. ναυτ. το επιπόλαιο κάψιμο τής γάστρας τού πλοίου, δηλ. τών ξύλινων μερών που βρίσκονται κάτω από την ίσαλη… …   Dictionary of Greek

  • παρίσαλος — η (ενν. καμπύλη ή γραμμή) ναυτ. καθεμιά από τις παράλληλες προς την επιφάνεια τής θάλασσας νοητές γραμμές τής γάστρας τού πλοίου που δημιουργούν παράλληλα προς την ίσαλο γραμμή επίπεδα σε διάφορα ύψη από την τρόπιδα, ανάλογα με την προσθήκη ή… …   Dictionary of Greek

  • παρατροπίδιο — το ναυτ. προεξοχή με μορφή πτερυγίου, η οποία σχηματίζεται στην καμπύλη τής στροφής τής γάστρας τού πλοίου προς τα άνω και τοποθετείται παράλληλα προς την τρόπιδα για να ελαττώνει τον διατοιχισμό κατά τις τρικυμίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * +… …   Dictionary of Greek

  • πιτροπίδια — τα, Ν ναυτ. τα επιτροπίδια, τα τεμάχια ξύλου με τα οποία στηρίζεται πρόσκαιρα η γάστρα τών πλοίων που είναι έτοιμα για καθέλκυση, ή τα μακρά ημιστρόγγυλα τεμάχια ξύλου τα οποία τοποθετούνται κάθετα και στις δύο πλευρές τής γάστρας τών λέμβων με… …   Dictionary of Greek

  • στελ(λ)άδο — το, Ν 1. ναυτ. ταχύπλοο εμπορικό ή πολεμικό πλοίο, τού οποίου η αναλογία τού μήκους ως προς το πλάτος είναι μεγάλη 2. στον πληθ. τα στε(λ)άδα οι στενώσεις τής γάστρας τού πλοίου από τις δύο μεριές τής στείρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. ιταλ …   Dictionary of Greek

  • ρύπανση — η / ῥύπανσις, άνσεως, ΝΜ [ῥυπαίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ρυπαίνω, το να γίνεται ένα καθαρό πράγμα ρυπαρό, βρόμικο, το λέρωμα νεοελλ. φρ. α) «ρύπανση τού περιβάλλοντος» οικολ. εισαγωγή ή διασπορά στο περιβάλλον κάθε ουσίας ή ενέργειας,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»